Αθλητές και Γονείς προσπαθούν να κατανοήσουν τον πρωταθλητισμό
Της Χριστίνας Φιλιππάκη
Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Εθνικής Γυμναστικής Ομοσπονδίας της Ολλανδίας και δημοσιεύτηκε το 2016.
Στο πλαίσιο της μελέτης δεκατέσσερις αθλήτριες στο επίπεδο πρωταθλητισμού (14 - 30 ετών), οκτώ από τις οποίες ήταν ακόμη ενεργές στο άθλημα, καθώς και 12 από τους γονείς τους (36 - 51 ετών) κλήθηκαν να δώσουν συνεντεύξεις σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την εμπειρία τους στη γυμναστική. Ακολουθεί μία περίληψη των βασικών πορισμάτων που προέκυψαν.
Το άρθρο τονίζει ότι όλοι οι προπονητές στο επίπεδο του πρωταθλητισμού υποχρεούνται να παρακολουθήσουν σχετικά σεμινάρια και να υπογράψουν την πολιτική “A Child’s Best Interest”, που εστιάζει σε μια παιδαγωγικά ορθή μέθοδο προπόνησης. Αυτό όμως δε φαίνεται να είναι αρκετό. Σύμφωνα με τα λεγόμενα γονέων και αθλητριών, η απομόνωση, η άσκηση ελέγχου πάνω στα σώματα των αθλητριών και ο εκφοβισμός παραμένουν οι βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να εξασφαλίσουν την υπακοήν των αθλητριών. Η ενημέρωση και η συμμετοχή των γονέων στο τι συμβαίνει στην προπόνηση και στους αγώνες είναι περιορισμένες, οι φιλικές σχέσεις με άτομα εκτός του αθλήματος δεν ενθαρρύνονται και η χειραγώγηση, τα παιχνίδια δύναμης, ο εξευτελισμός, η παραμέληση τραυματισμών και η φωνές φαίνονται να εξακολουθούν να επιστρατεύονται από προπονητές.
Οι ερευνητές αποδίδουν το πρόβλημα στη νοοτροπία που υπάρχει στο άθλημα και στον τρόπο με τον οποίο γονείς και αθλητές αντιλαμβάνονται όλα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της προπόνησης και των αγώνων. Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκεται η έννοια του "sense-making", δηλαδή η διαδικασία με την οποία το άτομο κατανοεί τις περιστάσεις γύρω του και τους αποδίδει νόημα με βάση τις υπάρχουσες εμπειρίες του και τις αλληλεπιδράσεις του με άλλους γύρω του. Η διεργασία αυτή συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προσωπική ταυτότητα, τις προηγούμενες εμπειρίες, το περιβάλλον, τα ερεθίσματα και το κοινωνικό του δίκτυο.
Οι αθλήτριες της γυμναστικής μπαίνουν για πρώτη φορά στο γυμναστήριο στη νηπιακή ηλικία και καταλήγουν να προπονούνται 30 – 40 ώρες την εβδομάδα κατά την εφηβική τους ηλικία. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι εμπειρίες τους, τα ερεθίσματά τους, οι συναναστροφές τους, η ταυτότητά τους και κατ’ επέκταση ο τρόπος που ερμηνεύουν τις καταστάσεις (sense-making) σχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το άθλημα. Από πολύ μικρή ηλικία οι αθλήτριες έχουν μάθει να θεωρούν την αθλητική επιτυχία ως κάτι πολύ σημαντικό και έχουν διδαχθεί ότι αν πραγματικά θέλουν να επιτύχουν δεν πρέπει να παραπονιούνται ή να αντιμιλάνε. Η πεποίθηση αυτή ενθαρρύνεται από τη συμπεριφορά των γονέων, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να κάνουν κάθε θυσία για το μέλλον του παιδιού τους στο άθλημα, ενισχύοντας έτσι άθελά τους την αντίληψη ότι η αγωνιστική επιτυχία είναι ζωτικής σημασίας. Πολλές αθλήτριες δήλωσαν ότι η έκφραση παραπόνων σχετικά με σωματικό πόνο εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Μαθαίνουν λοιπόν να διαχειρίζονται τον πόνο και να συνεχίσουν να προπονούνται ή να αγωνίζονται με σοβαρούς τραυματισμούς. Μάλιστα, πολλές αθλήτριες που παραπονέθηκαν στους γονείς τους σχετικά με τις πρακτικές των προπονητών τους, υπέστησαν σοβαρές συνέπειες στην προπόνηση αφ’ ότου οι γονείς συζήτησαν τις ανησυχίες τους με τον προπονητή. Ως αποτέλεσμα, οι αθλήτριες μαθαίνουν να μην παραπονιούνται, να μη μιλάνε, να μην εκφράζουν την άποψή τους, αλλά να ακούνε σιωπηλά τον προπονητή. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μία κουλτούρα σιωπής.
Παράλληλα, οι νεαρές αθλήτριες συχνά αναπτύσσουν μία σχέση τυφλής εμπιστοσύνης και εξάρτησης με τον προπονητή τους, που στα μάτια τους είναι το μοναδικό άτομο που μπορεί να τις οδηγήσει στην πολυπόθητη επιτυχία. Για μια ακόμη φορά, η στάση των γονέων, που φαίνονται να αποδέχονται τον προπονητή ως αυθεντία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πεποίθησης, ενώ παράλληλα αποκλείει κάθε πιθανότητα μιας συλλογικής προσπάθειας των γονέων να εκφράσουν τη διαφωνία τους με κάποιες πρακτικές. Το άρθρο υποστηρίζει ότι οι αθλήτριες αντιμετωπίζουν μία σύγχυση στη δημιουργία της ταυτότητάς τους επειδή βρίσκονται σε ένα περιβάλλον όπου δεν έχουν το περιθώριο να εκφράσουν τη γνώμη τους ή να ακούσουν το σώμα τους, δεν λαμβάνουν αρκετά εξωτερικά ερεθίσματα και αρχίζουν να βλέπουν τη γυμναστική ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού τους. Ως αποτέλεσμα αδυνατούν να αναγνωρίσουν προβληματικές συμπεριφορές του προπονητή τους και θεωρούν ότι είναι υποχρέωσή τους να υποστούν ό,τι τους επιβάλλει. Ο προπονητής προβαίνει σε “sense-giving”, επιβάλλει δηλαδή τον τρόπο που εκείνος εκλαμβάνει τα γεγονότα στις αθλήτριές του.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι η κουλτούρα που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί τη ρίζα τους προβλήματος. Η απόλυση ενός κακού προπονητή, αν και απαραίτητη, δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα. Η πραγματική αλλαγή απαιτεί την εξυγίανση της σχέσης αθλητή – προπονητή, την αλλαγή της στάσης των γονέων και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι νεαρές αθλήτριες έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν την κριτική τους ικανότητα, να αμφισβητήσουν τον προπονητή τους και να εκφράσουν τις απόψεις και τα συναισθήματά τους.
Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το άρθρο και την πλήρη βιβλιογραφία εδώ: https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/17430437.2015.1124564?scroll=top&needAccess=true
-
Η Χριστίνα Φιλιππάκη είναι φοιτήτρια του τμήματος φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρόλο που η εμπειρία της ως αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής περιορίστηκε στο ερασιτεχνικό επίπεδο κατά τα μαθητικά της χρόνια, δεν έπαψε ποτέ να παρακολουθεί ανελλιπώς το άθλημα και να ενημερώνεται διαρκώς για τις εξελίξεις του. Η επιθυμία της να μοιραστεί την αγάπη και τις γνώσεις της για τη γυμναστική την οδήγησε στην ενεργή συμμετοχή στη διαδικτυακή κοινότητα φιλάθλων της γυμναστικής και τη συγγραφή σχετικών άρθρων. Στο παρελθόν, έχει συνεισφέρει σε αγγλόφωνες ιστοσελίδες και συνεργάζεται με το gymnast.gr από το καλοκαίρι του 2016..